top of page

Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή - Προσχολική Ηλικία

Οι γλωσσικές διαταραχές είναι μεταξύ των επικρατέστερων διαταραχών στην πρώιμη παιδική ηλικία, με συχνότητα εμφάνισης περίπου 10-15% μεταξύ των μικρών παιδιών.

 

Τι Είναι η Γλωσσική Διαταραχή

Η γλωσσική διαταραχή ορίζεται ως η διαταραγμένη ή αποκλίνουσα ανάπτυξη της κατανόησης και/ή της χρήσης ενός προφορικού, γραπτού και/ή άλλου συμβολικού συστήματος. Αυτή η διαταραχή μπορεί να αφορά τη μορφή του λόγου (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη), το περιεχόμενο του λόγου (σημασιολογία) και/ή τη χρήση του λόγου στην επικοινωνία (πραγματολογία). Τα παιδιά με γλωσσική διαταραχή δεν αναπτύσσουν γλωσσικές δεξιότητες, αντίστοιχες με αυτές των συνομηλίκων τους. Οι δυσκολίες μπορεί να αφορούν την κατανόηση αυτών των πλευρών του λόγου (δεξιότητες δεκτικού λόγου) ή την παραγωγή μίας ή όλων αυτών των συστατικών του λόγου (δεξιότητες εκφραστικού λόγου). Η γλωσσική διαταραχή μπορεί να είναι ήπια, όπως σε ένα παιδί, του οποίου η ομιλία περιέχει ορισμένα γραμματικά λάθη, αλλά τα μηνύματά του είναι εύκολα κατανοητά από τους άλλους, ή η γλωσσική διαταραχή μπορεί να είναι αρκετά σοβαρή, επηρεάζοντας την ικανότητα του παιδιού να μεταβιβάζει τις επιθυμίες και τις ανάγκες του στα άτομα, που είναι γύρω του (American Speech-Language-Hearing Association, 1993).

Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή

Η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή (ΑΓΔ) μπορεί να παρουσιασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο κατά την διάρκεια της γλωσσικής κατάκτησης και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Ορισμένα παιδιά έχουν δυσκολία στην κατάκτηση της γλώσσας από πολύ νωρίς. Αρχικά, κατά τους πρώτους μήνες ζωής, τα βρέφη χρησιμοποιούν κλάματα,  χειρονομίες και φωνήσεις σκόπιμα, για να επικοινωνήσουν με τους φροντιστές τους και να μεταβιβάσουν επιθυμίες και ανάγκες. Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης προγλωσσολογικής περιόδου, τα περισσότερα παιδιά αναπτύσσουν ένα σύστημα επικοινωνιακών ικανοτήτων, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη επάρκεια στη μεταβίβαση μηνυμάτων προς στους φροντιστές τους. Ορισμένα παιδιά δεν παρουσιάζουν αυτές τις πρώιμες δεξιότητες επικοινωνίας, οι οποίες φαίνεται να διαμορφώνουν μία απαραίτητη βάση για την αρχική χρήση της γλώσσας και αυτά τα παιδιά θεωρείται, ότι είναι σε κίνδυνο για ΑΓΔ.

Ο ρυθμός της σκόπιμης επικοινωνίας σε αυτό το προγλωσσολογικό στάδιο της γλωσσικής ανάπτυξης μπορεί να είναι πιο αργός για παιδιά με ΑΓΔ και αυτός ο αργός ρυθμός έχει σχετιστεί με πιο φτωχά αποτελέσματα γλωσσικής ανάπτυξης.

Σε άλλα παιδιά, η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή δεν εμφανίζεται, μέχρι να ξεκινήσουν να μαθαίνουν τις πρώτες τους λέξεις. Καθώς τα παιδιά προχωρούν σε αυτό το πρώιμο συμβολικό στάδιο γλωσσικής κατάκτησης, ξεκινούν να κατακτούν λέξεις και μπορούν να μεταβιβάσουν το μήνυμά τους πιο αποτελεσματικά. Οι πρώτες λέξεις είναι συνήθως ουσιαστικά, τα οποία είναι ονομασίες για αντικείμενα και άτομα από το οικείο περιβάλλον του παιδιού. Φωνολογικά, αυτές οι πρώιμες λέξεις τείνουν να είναι απλές μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις, οι οποίες περιέχουν ήχους, που παράγονται εύκολα.  Τα παιδιά με ΑΓΔ, συχνά, αργούν να παράγουν τις πρώτες τους λέξεις, με τους γονείς να αναφέρουν τις πρώτες παραγωγές λέξεων περίπου σε ηλικία 16 με 18 μηνών ή αργότερα και όχι στην χαρακτηριστική ηλικία του ενός έτους περίπου. Επίσης, τα παιδιά με ΑΓΔ όχι μόνο παρουσιάζουν δυσκολία στην κατάκτηση του αρχικού λεξιλογίου, αλλά μερικά μπορεί να παρουσιάζουν δυσκολία στην κατανόηση μεμονωμένων λέξεων και απλών φράσεων.

Τα παιδιά με ΑΓΔ μπορεί να συνεχίζουν να παρουσιάζουν δυσκολία στην κατάκτηση της γλώσσας, καθώς προχωρούν στο επόμενο πρώιμο στάδιο της γλωσσικής ανάπτυξης. Μόλις τα περισσότερα παιδιά κατακτήσουν ένα λεξιλόγιο μερικών δεκάδων λέξεων, ξεκινούν να συνδυάζουν λέξεις σε μικρές φράσεις, κυρίως των δύο λέξεων, για να εκφράσουν μία ποικιλία σημασιολογικών νοημάτων (πχ., επανεμφάνιση, όπως “πάλι μπάλα” ή άρνηση, όπως “όχι ύπνο”). Αυτό συμβαίνει, περίπου, στην ηλικία μεταξύ 18 και 24 μηνών. Αυτές οι πρώιμες σημασιολογικές σχέσεις παρέχουν το θεμέλιο για την μετέπειτα συντακτική ανάπτυξη. Τα παιδιά με ΑΓΔ μπορεί να αργήσουν, να ξεκινήσουν τη χρήση λεκτικών συνδυασμών. Αυτά τα παιδιά μπορεί να έχουν συνυπάρχουσες δυσκολίες στην γλωσσική κατανόηση με περιορισμένο δεκτικό λεξιλόγιο και φτωχή κατανόηση απλών φράσεων και εντολών. Η παραγωγή ομιλίας μπορεί, επίσης, να παρουσιάζει δυσκολίες για τα παιδιά με ΑΓΔ και μπορεί να έχουν έναν περιορισμένο αριθμό φωνημάτων, που να μπορούν να παράγουν.

Τέλος, τα παιδιά με ΑΓΔ μπορούν να παρουσιάσουν γλωσσικές δυσκολίες κατά την προσχολική ηλικία, η οποία, για τα παιδιά με τυπική ανάπτυξη, χαρακτηρίζεται από μία σημαντική αύξηση στις γλωσσικές δεξιότητες. Κατά την έναρξη του νηπιαγωγείου, το παιδί έχει αναπτύξει περίπου το 90% της σύνταξης, της μορφολογίας και της φωνολογίας, που θα χρησιμοποιήσει ως ενήλικος. Σημασιολογικά, τα δεκτικό και εκφραστικό λεξιλόγιο των παιδιών προσχολικής ηλικίας αυξάνεται δραματικά και υπάρχει μία αξιοσημείωτη επέκταση στις πραγματολογικές δεξιότητες (π.χ., κοινωνικά κατάλληλη επικοινωνιακή συμπεριφορά). Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να χρησιμοποιήσουν γλώσσα, για να μιλήσουν σχετικά με εμπειρίες και να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Η γλώσσα χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών και το χτίσιμο κοινωνικών σχέσεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα παιδιά αναπτύσσουν την ικανότητα αναμετάδωσης μιας ιστορίας και ξεκινούν να χτίζουν το γλωσσικό θεμέλιο, που χρειάζεται, για την εκμάθηση της ανάγνωσης και γραφής. Τα παιδιά με ΑΓΔ σε αυτό το στάδιο γλωσσικής κατάκτησης μπορεί να έχουν δυσκολία με όλα τα τμήματα της γλώσσας: πραγματολογία, σημασιολογία, φωνολογία και, ιδιαίτερα, μορφολογία και σύνταξη.

Επιπτώσεις της Αναπτυξιακής Γλωσσικής Διαταραχής

Η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή, άσχετα από τους τομείς της γλώσσας, που επηρεάζονται ή το στάδιο της γλωσσικής κατάκτησης, στο οποίο παρουσιάζεται, θα θέσει ένα παιδί σε κίνδυνο, όχι μόνο με τη λεκτική επικοινωνία, αλλά και με την κοινωνική αλληλεπίδραση και την ακαδημαϊκή επιτυχία. Επειδή η γλώσσα χρησιμοποιείται για την επικοινωνία, ένα παιδί με μία γλωσσική διαταραχή αντιμετωπίζει πραγματικά εμπόδια και την πιθανότητα κοινωνικής απομόνωσης. Διάφοροι βιολογικοί παράγοντες (π.χ., προωρότητα, βαρηκοΐα, χρωμοσωμικοί και γενετικοί παράγοντες) ή περιβαλλοντικοί παράγοντες (π.χ., στέρηση, έκθεση σε τοξίνες κατά την κύηση, εγκατάλειψη) μπορούν να επιφέρουν προκλήσεις για την ανάπτυξη του λόγου ενός παιδιού. Όταν υπάρχουν βιολογικοί ή περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου ή άλλες ενδείξεις ΑΓΔ θα πρέπει να ξεκινήσουμε πρώιμη παρέμβαση, για να βοηθήσουμε στην πρόληψη καθυστερήσεων, προάγοντας μία υγιή ανάπτυξη. Το επίκεντρο της παρέμβασης πρέπει είναι η προαγωγή των αναπτυξιακών δεξιοτήτων στα παιδιά, για τα οποία πιστεύεται ότι κινδυνεύουν να παρουσιάσουν μία γλωσσική καθυστέρηση.

Για περισσότερες πληροφορίες ή για να προγραμματίσετε ένα ραντεβού, επικοινωνήστε μαζί μας.

bottom of page