top of page

Νευρογενείς Διαταραχές της Ομιλίας - Απραξία και Δυσαρθρία

Η ομιλία είναι μια πολύπλοκη δραστηριότητα που ρυθμίζεται από το νευρικό σύστημα. Ο έλεγχος των μυών του μηχανισμού ομιλίας, ο οποίος περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό μυών, πηγάζει από τον εγκεφαλικό φλοιό και καταλήγει στους μύες μέσω των κινητικών νευρικών οδών.  Οποιαδήποτε βλάβη στο νευρικό σύστημα, σε οποιοδήποτε επίπεδο του κινητικού νευρικού συστήματος, που αφορά την ρύθμιση του μηχανισμού ομιλίας, μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή της ομιλίας. Δύο τέτοιες κοινές κινητικές διαταραχές της ομιλίας είναι η απραξία κι η δυσαρθρία.

 

Απραξία Ομιλίας

Η απραξία είναι μια γενική κινητική διαταραχή που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε διάφορα μέρη του σώματος, όπως π.χ. τα πόδια. Η απραξία της ομιλίας είναι μια διαταραχή κινητικού προγραμματισμού της ομιλίας. Άλλοι όροι που περιλαμβάνουν την απραξία της ομιλίας, είναι επίκτητη απραξία της ομιλίας, λεκτική απραξία και δυσπραξία. Άνθρωποι με απραξία της ομιλίας παρουσιάζουν αρθρωτικά λάθη καθώς πασχίζουν να τοποθετήσουν σωστά τους αρθρωτές τους. Ο αριθμός των αρθρωτικών λαθών έχει μεγάλη μεταβλητότητα και αυξάνεται καθώς αυξάνεται η πολυπλοκότητα της άσκησης. Π.χ. περισσότερα λάθη όσο αυξάνεται το μήκος των λέξεων ή της πρότασης. Η σοβαρότητα της διαταραχής εξαρτάται από τη φύση της εγκεφαλικής βλάβης. Τα παιδιά μπορούν να εμφανίσουν απραξία, γνωστή ως αναπτυξιακή απραξία της ομιλίας ή αναπτυξιακή λεκτική απραξία.

Οι άνθρωποι με απραξία της ομιλίας γνωρίζουν ακριβώς ποιες λέξεις θέλουν να πουν, αλλά μπορεί να πουν κάτι εντελώς διαφορετικό. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να προσπαθήσει να πει σαλάτα, αλλά μπορεί να πει κανάτα ή πατάτα. Τα άτομα με απραξία της ομιλίας έχουν επίγνωση των λαθών τους, και στην προσπάθεια τους να τα διορθώσουν, ορισμένες φορές το λένε σωστά, αλλά ορισμένες φορές λένε κάτι τελείως διαφορετικό. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι επιχειρούμενες διορθώσεις  είναι σχεδόν πάντα διαφορετικές από το αρχικό λάθος. Η απραξία της ομιλίας μπορεί να είναι ήπια ή σοβαρή. Άνθρωποι με απραξία έχουν δυσκολία να μιμηθούν μη λεκτικές κινήσεις (στοματική απραξία), όπως να βγάλουν έξω τη γλώσσα τους και να επαναλάβουν ομιλητικούς ήχους. Επίσης παρουσιάζουν, οπτικά και ακουστικά, κινήσεις αναζήτησης στην προσπάθεια παραγωγής σωστών αρθρωτικών θέσεων. Ακόμη, στην προσπάθεια τους να αποφύγουν αρθρωτικά λάθη, παρουσιάζουν αργό ρυθμό ομιλίας. Τέλος, παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ασυμφωνία μεταξύ αυτόματης (π.χ. αρίθμηση) και αυθόρμητης ομιλίας.

Η απραξία της ομιλίας μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμό με άλλες διαταραχές, όπως την δυσαρθρία (μυϊκή αδυναμία, που επηρεάζει την παραγωγή ομιλίας) ή την αφασία (γλωσσικές δυσκολίες, που σχετίζονται με νευρολογική βλάβη).

Στην απραξία της ομιλίας, οι μύες της ομιλίας, συχνά, χρειάζεται να "επανεκπαιδευτούν" για να παράγουν σωστά ήχους και ακολουθίες ήχων. Οι ασκήσεις σχεδιάζονται να επιτρέπουν στο άτομο να εξασκεί σωστές στοματικές κινήσεις για ήχους. Σε σοβαρές καταστάσεις, η χρήση εξειδικευμένου ηλεκτρονικού εξοπλισμού (επαυξητική και εναλλακτική επικοινωνία) μπορεί να είναι απαραίτητη.

 

Δυσαρθρία

Η δυσαρθρία αναφέρεται σε μια ομάδα σχετικών διαταραχών της ομιλίας και είναι το αποτέλεσμα της κινητικής εξασθένησης των μυών του μηχανισμού ομιλίας. Οι μύες των χειλιών, της γλώσσας, της μαλακής υπερώας, του φάρυγγα, του λάρυγγα και του αναπνευστικού συστήματος μπορεί να γίνουν αδύναμοι, να κινούνται αργά ή να μην κινούνται καθόλου, μετά από π.χ. ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ή άλλη κρανιακή κάκωση. Ο τύπος και η σοβαρότητα της δυσαρθρίας εξαρτάται από το ποιο επίπεδο του κινητικού νευρικού συστήματος έχει επηρεαστεί. Ανάλογα με την νευρομυϊκή κατάσταση των μυών που προκαλούν την δυσαρθρία, διακρίνουμε έξι κλινικούς τύπους δυσαρθρίας: χαλαρή, σπαστική, αταξική, υποκινητική, υπερκινητική και μικτή δυσαρθρία. Τα κλινικά χαρακτηριστικά του κάθε τύπου δυσαρθρίας ποικίλουν από περιστατικό σε περιστατικό, ανάλογα με τα νεύρα που επηρεάζονται και τον βαθμό αδυναμίας που προκύπτει από την σχετική βλάβη.

Τα άτομα με δυσαρθρία παρουσιάζουν διαταραχές σε όλες τις βασικές κινητικές διεργασίες που υπόκεινται της ομιλίας (αναπνοή, φώνηση, αντήχηση, άρθρωση, προσωδία) και μπορεί να εμφανίσουν ανάλογα συμπτώματα, όπως, απαλή ασθμαίνουσα ομιλία, υπερρινικότητα, βραχνάδα, περιορισμένη κίνηση της γλώσσας, των χειλιών και της γνάθου, μη φυσιολογικό επιτονισμό (ρυθμό) κατά την ομιλία π.χ. αργή και κοπιώδη ομιλία, σιελόρροια, διαταραχές σίτισης και κατάποσης κ.α.. Η εξασθένηση των αρθρωτών (χείλη, γλώσσα, κάτω γνάθος, υπερώιο ιστό) έχει μία μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην καταληπτότητα της ομιλίας, από ότι οι διαταράξεις στο αναπνευστικό ή λαρυγγικό σύστημα.

Ένας λογοπαθολόγος θα αξιολογήσει το άτομο με δυσκολίες στην ομιλία και θα προσδιορίσει εάν οι διαταραχές ομιλίας του ατόμου οφείλονται σε δυσαρθρία, απραξία ή και στα δύο. Η θεραπεία εξαρτάται από το αίτιο, τον τύπο και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Ο στόχος όλων των θεραπευτικών προγραμμάτων για άτομα με νευρογενείς κινητικές διαταραχές της ομιλίας είνια η βελτίωση της καταληπτότητας. Βέβαια, ορισμένες φορές, η δυσαρθρία είναι τόσο σοβαρή ή η πορεία της νόσου είναι τόσο εκφυλιστική, που η ομιλία δεν μπορεί να αποτελεί τον βασικό τρόπο επικοινωνίας. Με αυτούς τους ασθενείς, ο βασικός στόχος της θεραπείας είναι η εδραίωση λειτουργικής επικοινωνίας μέσω της χρήσης συστημάτων επαυξητικής ή εναλλακτικής επικοινωνίας.

Για περισσότερες πληροφορίες ή για να προγραμματίσετε ένα ραντεβού, επικοινωνήστε μαζί μας.

bottom of page